- καταθλώ
- (I)καταθλῶ, -άω (Α)1. κατασυντρίβω, σπάζω σε πολλά κομμάτια2. ευνουχίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + θλῶ «σπάζω»].————————(II)καταθλῶ, -έω (Α)1. καταβάλλω, νικώ κάποιον2. εξουσιάζω3. ασκώ, γυμνάζω4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) οἱ κατηθληκότες(για στρατιώτες) αυτοί που είναι καλά γυμνασμένοι5. εισφέρω για την τέλεση αθλητικών αγώνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀθλῶ (< ἆθλος)].
Dictionary of Greek. 2013.